Τροιζήνα Η Αρχαία Πόλη
Η Αρχαία Τροιζήνα ήταν μια πόλη του ελληνικού κόσμου που άκμασε κατά μεγάλες περιόδους, ενώ σε άλλες έπεσε σε δευτερεύοντα ρόλο επισκιασμένη από μεγαλύτερα κέντρα. Είναι βέβαιο εξάλλου ότι διέθετε μια οικονομικά εύρωστη τάξη, η οποία επιδείκνυε τον πλούτο της και συμμετείχε σε πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες.
Τις ανάγκες μάλιστα αυτής της τάξης εξυπηρετούσε η δημιουργία τοπικού κέντρου παραγωγής χάλκινων αγγείων, τα οποία ήταν δημοφιλή ως κτερίσματα για δύο τουλάχιστον αιώνες.
Η Αρχαία Πόλη που είχε τείχη, ακρόπολη, αγορά και πολλά ιερά με εξαιρετικά ευρήματα τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου αλλά και στο Εθνικό Αρχαιολογικό, βρισκόταν στα δυτικά του σημερινού οικισμού.
Η αρχαία Τροιζήνα ήταν κτισμένη στη βόρεια πλαγιά του όρους Αδέρες και σε τμήμα της προσχωσιγενούς πεδιάδας, από την οποία σωζονται ελάχιστα, αφού άλλα καταστράφηκαν και άλλα χρησιμοποιήθηκαν για μετεγενέστερες κατασκευές.
Όρια της αρχαίας πόλης αποτελούσαν ένα ρέμα στα ανατολικά (το ρέμα του Αγίου Αθανασίου) και ένα δεύτερο στα δυτικά (το Γεφυραίο ρέμα ή Χρυσορρόας) κατά τον Παυσανία και η Πόλη περικλειόταν από τείχος χτισμένο με πλίνθους. Κατά μήκος των δύο αυτών ρεμάτων κατέβαιναν από την ακρόπολη, η οποία βρισκόταν σε λόφο στα νότια σε υψόμετρο 313 μ., οι δύο επιμήκεις βραχίονες του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας πόλης.
Η αγορά βρισκόταν στην ομαλή περιοχή στις υπώρειες του βουνού, ενώ το "επιφανέστατον" (Παυσανίας ΙΙ.32.1) τέμενος του Ιππολύτου βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλεως, δυτικά του Γεφυραίου ρέματος, σε απόσταση περίπου 800 μ. από την αρχαία αγορά και σε ψηλότερο επίπεδο των υπωρειών του ίδιου βουνού.
Στην αγορά υπήρχε ο ναός της Σωτείρας Αρτέμιδος, κατασκευασμένος από Αιγινίτικο πωρόλιθο, που αποτελούνταν από πρόναο και σηκό. Μέσα στο ναό υπήρχαν βωμοί των υποχθόνιων θεών και μνημείο του Πιτθέα, στο οποίο βρισκόταν 3 θρόνοι όπου κάθοταν ο Πιτθέας και 2 δικαστές.
Νότια του ναού υπήρχε το Ιερό του Μουσών, στη θέση που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια ρωμαϊκού αψιδωτού κτιρίου. Επίσης στην αγορά υπήρχε ο ναός του Διός του Σωτήρος, που είχε ιδρύσει ο Αέτιος, βωμοί και στοές. Επίσης κοντά στην αγορά βρισκόταν το Θέατρο της Τροιζήνας και δίπλα ο ναός της Λύκειας Αρτέμιδος. Πιο πέρα βρίσκοταν ο ναός του θεάριου Απόλλωνα. Ανάμεσα στους 2 αυτούς ναούς βρισκόταν ο ιερός λίθος και στην άκρη της αγοράς βρισκόταν η στοά της Τροιζήνας.
Στο τέλος της Ελλινιστικής περιόδου κατασκευάστηκε "ένα διατείχισμα" που χώριζε την κυρίως Πόλη από τα περίχωρα και εξασφάλιζε έτσι καλύτερη οχύρωση για την Ακρόπολη, σε περίπτωση πολιορκίας. Από αυτό σώζονται τα λείψανα 2 τετράγωνων πύργων καθώς και το κατώτερο τμήμα ενός μεγαλύτερου, που είναι γνωστός σαν "το Παλάτι του Θησέα". Πάνω σε αυτό κατασκευάστηκε πύργος από τον Φράγκο ηγεμόνα της περιοχής, κατά την Μεσαιωνική εποχή, μέρος του οποίου σώζεται.
Στην κορυφή του λόφου ήταν η Ακρόπολη, ξεχωριστά οχυρωμένη και σε αυτή βρισκόταν ο ναός της Σθένιας Αθηνάς. Στην πλαγιά του βουνού ήταν το ιερό του Λυτερίου Πανός, ο ναός της Ακραίας Αφροδίτης και ο ναός της Ίσιδας, ενώ έξω από την Πόλη υπήρχε το ιερό του Φυταλμίου Ποσειδώνα και κοντά σε αυτόν το ιερό της Δήμητρας θεσμοφόρου που είχε ιδρύσει ο Αλθήπος. Πιο πέρα βρίσκουμε τις πηγές του Ιλλικού ποταμού, όπου ο Θησέας είχε ιδρύσει το ιερό της Νυμφίας Αφροδίτης.
Ανατολικά και δυτικά της Αρχαίας Πόλης εκτείνονταν τα νεκροταφεία της σε μια αγροτική περιοχή με μαλακό έδαφος στις όχθες των ποταμών.
Kατά την ανασκαφή της αρχαιολόγου Μαρίας Γιαννοπούλου στο ανατολικό αρχαίο νεκροταφείο της Τροιζήνας, ανεβρέθει τάφος ενός βρέφους, μαζί με πήλινο θήλαστρο και με τρία άλλα αγγεία που είχαν εναποτεθεί ως προσφορά επάνω στη μικρή λάρνακα. Τό εύρημα χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ..
Άλλα ευρήματα από την ίδια ανασκαφή είναι μια καθιστή πλαγγόνα, δύο φτερωτοί Έρωτες, ο ένας από τους οποίους αναπαριστάνεται ως παιδική μορφή τυλιγμένος με ιμάτιο και ο άλλος ως γυμνός έφηβος, δύο επίσης γυναικεία ειδώλια χορευτριών με ζωηρή κίνηση, δύο ογκώδεις σιδερένιοι δακτύλιοι, κάποια αγγεία αλλά και δύο ακόμη θήλαστρα ήρθαν στο φως σε μια άλλη παιδική ταφή, που χρονολογήθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους. Ήταν μια ταφή σε πίθο, ο οποίος μάλιστα είχε επιδιορθωθεί με μολύβδινους συνδέσμους, όπως γινόταν συχνά στην αρχαιότητα.
Δύο ακόμη ταφές παιδιών, η μία από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και η άλλη του 7ου αιώνα π.Χ., βρέθηκαν κτερισμένες και αυτές με μικρά αγγεία.
Η ταφική δραστηριότητα αρχίζει από την Πρωτογεωμετρική εποχή, όπως αποδεικνύεται από έναν εγχυτρισμό σε γραπτό αμφορέα του 10ου αιώνα π.Χ.και φθάνει ως την Ελληνιστική, όπως λέει η κυρία Γιαννοπούλου.
Στις πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας ήρθαν στο φως συνολικά δεκαπέντε ταφές όλων των ειδών (κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί, σε λάκκο, καύση, σε λάρνακα και σε πίθο) αλλά και ένας μαρμάρινος ταφικός περίβολος του 4ου αιώνα π.Χ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα ευρήματα τριών από τους τάφους που περιείχαν χάλκινα αντικείμενα, όπως κάτοπτρα, κώδωνες με σιδερένιο κρουστήρα, έναν κάνθαρο, έναν επιχρυσωμένο δακτύλιο, αλλά και σιδερένιες στλεγγίδες, σιδερένιες αιχμές βελών, επίσης μια μολύβδινη πυξίδα και πολλά αγγεία, όπως αυτό που έχει τη μορφή κεφαλής αγοριού.
"Τα χάλκινα αγγεία και σκεύη από τους κλασικούς και τους πρώιμους ελληνιστικούς τάφους της Τροιζήνας είναι μικρού μεγέθους και σχετίζονται με το σερβίρισμα και την πόση του οίνου" λέει η κυρία Γιαννοπούλου.
"Όσο για τους χάλκινους κώδωνες μαζί με χάλκινα αγγεία, μπορούν να θεωρηθούν ως χθόνια αντικείμενα, καθώς θεωρείται ότι σχετίζονται με τη Διονυσιακή λατρεία" προσθέτει.
Η παρουσία πολλών χάλκινων αντικειμένων εξάλλου και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας θεωρείται από την ίδια ότι ίσως υποδηλώνει την παρουσία τοπικών εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας, υπόθεση που ενισχύεται από την ανεύρεση απορρίμματος χύτευσης χαλκού στην επίχωση μιας δεξαμενής των ρωμαϊκών χρόνων.
Συμπερασματικά λοιπόν, και όπως λέει πάντα η αρχαιολόγος, στην αρχαία Τροιζήνα υπήρχε διαχρονικά μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία αγροτικού χαρακτήρα, χωρίς μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Τις ανάγκες μάλιστα αυτής της τάξης εξυπηρετούσε η δημιουργία τοπικού κέντρου παραγωγής χάλκινων αγγείων, τα οποία ήταν δημοφιλή ως κτερίσματα για δύο τουλάχιστον αιώνες.
Η Αρχαία Πόλη που είχε τείχη, ακρόπολη, αγορά και πολλά ιερά με εξαιρετικά ευρήματα τα οποία φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου αλλά και στο Εθνικό Αρχαιολογικό, βρισκόταν στα δυτικά του σημερινού οικισμού.
Η αρχαία Τροιζήνα ήταν κτισμένη στη βόρεια πλαγιά του όρους Αδέρες και σε τμήμα της προσχωσιγενούς πεδιάδας, από την οποία σωζονται ελάχιστα, αφού άλλα καταστράφηκαν και άλλα χρησιμοποιήθηκαν για μετεγενέστερες κατασκευές.
Όρια της αρχαίας πόλης αποτελούσαν ένα ρέμα στα ανατολικά (το ρέμα του Αγίου Αθανασίου) και ένα δεύτερο στα δυτικά (το Γεφυραίο ρέμα ή Χρυσορρόας) κατά τον Παυσανία και η Πόλη περικλειόταν από τείχος χτισμένο με πλίνθους. Κατά μήκος των δύο αυτών ρεμάτων κατέβαιναν από την ακρόπολη, η οποία βρισκόταν σε λόφο στα νότια σε υψόμετρο 313 μ., οι δύο επιμήκεις βραχίονες του οχυρωματικού περιβόλου της αρχαίας πόλης.
Η αγορά βρισκόταν στην ομαλή περιοχή στις υπώρειες του βουνού, ενώ το "επιφανέστατον" (Παυσανίας ΙΙ.32.1) τέμενος του Ιππολύτου βρισκόταν εκτός των τειχών της πόλεως, δυτικά του Γεφυραίου ρέματος, σε απόσταση περίπου 800 μ. από την αρχαία αγορά και σε ψηλότερο επίπεδο των υπωρειών του ίδιου βουνού.
Στην αγορά υπήρχε ο ναός της Σωτείρας Αρτέμιδος, κατασκευασμένος από Αιγινίτικο πωρόλιθο, που αποτελούνταν από πρόναο και σηκό. Μέσα στο ναό υπήρχαν βωμοί των υποχθόνιων θεών και μνημείο του Πιτθέα, στο οποίο βρισκόταν 3 θρόνοι όπου κάθοταν ο Πιτθέας και 2 δικαστές.
Νότια του ναού υπήρχε το Ιερό του Μουσών, στη θέση που βρίσκονται σήμερα τα ερείπια ρωμαϊκού αψιδωτού κτιρίου. Επίσης στην αγορά υπήρχε ο ναός του Διός του Σωτήρος, που είχε ιδρύσει ο Αέτιος, βωμοί και στοές. Επίσης κοντά στην αγορά βρισκόταν το Θέατρο της Τροιζήνας και δίπλα ο ναός της Λύκειας Αρτέμιδος. Πιο πέρα βρίσκοταν ο ναός του θεάριου Απόλλωνα. Ανάμεσα στους 2 αυτούς ναούς βρισκόταν ο ιερός λίθος και στην άκρη της αγοράς βρισκόταν η στοά της Τροιζήνας.
Στο τέλος της Ελλινιστικής περιόδου κατασκευάστηκε "ένα διατείχισμα" που χώριζε την κυρίως Πόλη από τα περίχωρα και εξασφάλιζε έτσι καλύτερη οχύρωση για την Ακρόπολη, σε περίπτωση πολιορκίας. Από αυτό σώζονται τα λείψανα 2 τετράγωνων πύργων καθώς και το κατώτερο τμήμα ενός μεγαλύτερου, που είναι γνωστός σαν "το Παλάτι του Θησέα". Πάνω σε αυτό κατασκευάστηκε πύργος από τον Φράγκο ηγεμόνα της περιοχής, κατά την Μεσαιωνική εποχή, μέρος του οποίου σώζεται.
Στην κορυφή του λόφου ήταν η Ακρόπολη, ξεχωριστά οχυρωμένη και σε αυτή βρισκόταν ο ναός της Σθένιας Αθηνάς. Στην πλαγιά του βουνού ήταν το ιερό του Λυτερίου Πανός, ο ναός της Ακραίας Αφροδίτης και ο ναός της Ίσιδας, ενώ έξω από την Πόλη υπήρχε το ιερό του Φυταλμίου Ποσειδώνα και κοντά σε αυτόν το ιερό της Δήμητρας θεσμοφόρου που είχε ιδρύσει ο Αλθήπος. Πιο πέρα βρίσκουμε τις πηγές του Ιλλικού ποταμού, όπου ο Θησέας είχε ιδρύσει το ιερό της Νυμφίας Αφροδίτης.
Ανατολικά και δυτικά της Αρχαίας Πόλης εκτείνονταν τα νεκροταφεία της σε μια αγροτική περιοχή με μαλακό έδαφος στις όχθες των ποταμών.
Kατά την ανασκαφή της αρχαιολόγου Μαρίας Γιαννοπούλου στο ανατολικό αρχαίο νεκροταφείο της Τροιζήνας, ανεβρέθει τάφος ενός βρέφους, μαζί με πήλινο θήλαστρο και με τρία άλλα αγγεία που είχαν εναποτεθεί ως προσφορά επάνω στη μικρή λάρνακα. Τό εύρημα χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ..
Άλλα ευρήματα από την ίδια ανασκαφή είναι μια καθιστή πλαγγόνα, δύο φτερωτοί Έρωτες, ο ένας από τους οποίους αναπαριστάνεται ως παιδική μορφή τυλιγμένος με ιμάτιο και ο άλλος ως γυμνός έφηβος, δύο επίσης γυναικεία ειδώλια χορευτριών με ζωηρή κίνηση, δύο ογκώδεις σιδερένιοι δακτύλιοι, κάποια αγγεία αλλά και δύο ακόμη θήλαστρα ήρθαν στο φως σε μια άλλη παιδική ταφή, που χρονολογήθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους. Ήταν μια ταφή σε πίθο, ο οποίος μάλιστα είχε επιδιορθωθεί με μολύβδινους συνδέσμους, όπως γινόταν συχνά στην αρχαιότητα.
Δύο ακόμη ταφές παιδιών, η μία από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και η άλλη του 7ου αιώνα π.Χ., βρέθηκαν κτερισμένες και αυτές με μικρά αγγεία.
Η ταφική δραστηριότητα αρχίζει από την Πρωτογεωμετρική εποχή, όπως αποδεικνύεται από έναν εγχυτρισμό σε γραπτό αμφορέα του 10ου αιώνα π.Χ.και φθάνει ως την Ελληνιστική, όπως λέει η κυρία Γιαννοπούλου.
Στις πρόσφατες ανασκαφές της Εφορείας ήρθαν στο φως συνολικά δεκαπέντε ταφές όλων των ειδών (κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί, σε λάκκο, καύση, σε λάρνακα και σε πίθο) αλλά και ένας μαρμάρινος ταφικός περίβολος του 4ου αιώνα π.Χ.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά ήταν τα ευρήματα τριών από τους τάφους που περιείχαν χάλκινα αντικείμενα, όπως κάτοπτρα, κώδωνες με σιδερένιο κρουστήρα, έναν κάνθαρο, έναν επιχρυσωμένο δακτύλιο, αλλά και σιδερένιες στλεγγίδες, σιδερένιες αιχμές βελών, επίσης μια μολύβδινη πυξίδα και πολλά αγγεία, όπως αυτό που έχει τη μορφή κεφαλής αγοριού.
"Τα χάλκινα αγγεία και σκεύη από τους κλασικούς και τους πρώιμους ελληνιστικούς τάφους της Τροιζήνας είναι μικρού μεγέθους και σχετίζονται με το σερβίρισμα και την πόση του οίνου" λέει η κυρία Γιαννοπούλου.
"Όσο για τους χάλκινους κώδωνες μαζί με χάλκινα αγγεία, μπορούν να θεωρηθούν ως χθόνια αντικείμενα, καθώς θεωρείται ότι σχετίζονται με τη Διονυσιακή λατρεία" προσθέτει.
Η παρουσία πολλών χάλκινων αντικειμένων εξάλλου και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας θεωρείται από την ίδια ότι ίσως υποδηλώνει την παρουσία τοπικών εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας, υπόθεση που ενισχύεται από την ανεύρεση απορρίμματος χύτευσης χαλκού στην επίχωση μιας δεξαμενής των ρωμαϊκών χρόνων.
Συμπερασματικά λοιπόν, και όπως λέει πάντα η αρχαιολόγος, στην αρχαία Τροιζήνα υπήρχε διαχρονικά μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία αγροτικού χαρακτήρα, χωρίς μεγάλη εμπορική δραστηριότητα.
Το Ασκληπιείο χτίστηκε περί τον 3ο αι. π.Χ. Ηταν ένα ορθογώνιο κτίριο με εσωτερική αυλή και δωμάτια στις τρεις πλευρές όπου βρέθηκαν ίχνη από κρεβάτια, τραπέζια και τζάκια. Πρέπει λοιπόν αυτά να ήταν τα δωμάτια των αρρώστων.
Στην άλλη πλευρά βρισκόταν μια μεγάλη αίθουσα με εσωτερική κιονοστοιχία. Από αυτό το κτίριο μπορούσες με έναν διάδρομο να περάσεις σε ένα άλλο κτίριο με αίθουσα και αυλή που πρέπει να ήταν το Θεραπευτήριο.
Αναδημοσίευση από http://www.troizina.gr/arxaiotites.php
Στην άλλη πλευρά βρισκόταν μια μεγάλη αίθουσα με εσωτερική κιονοστοιχία. Από αυτό το κτίριο μπορούσες με έναν διάδρομο να περάσεις σε ένα άλλο κτίριο με αίθουσα και αυλή που πρέπει να ήταν το Θεραπευτήριο.
Αναδημοσίευση από http://www.troizina.gr/arxaiotites.php
Ιερό Ιππολύτου
Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι
Οι μυκηναϊκοί θαλαμοειδείς τάφοι στην Απάθεια της Τροιζηνίας
Από την Ομιλία της δρος Ελένης Κονσολάκη, Επίτιμη Διευθύντρια της ΚΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, που εργάστηκε για χρόνια στην Τροιζηνία, κατά την 1η φετινή συνάντηση του Μυκηναϊκού Σεμιναρίου στο Αμφιθέατρο Α. Αργυριάδη (Κεντρικό Κτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημίου 30)
«Η περιοχή Απάθεια βρίσκεται σε απόσταση περίπου 3 χλμ. προς τα δυτικά της κωμόπολης του Γαλατά, στα νότια της οδού που οδηγεί από τον Γαλατά προς την Τροιζήνα. Στα υψώματα πάνω από την πεδιάδα της Απάθειας, στις βορεινές υπώρειες της οροσειράς Αδέρες, ανασκάφηκαν από το 1985 έως και το 1993 επτά θαλαμοειδείς τάφοι, οι οποίοι ανήκαν σε δύο άγνωστα έως τότε μυκηναϊκά νεκροταφεία. Το πρώτο από αυτά, που ονομάσαμε Κάτω Νεκροταφείο, βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μ. και το δεύτερο, που ονομάσαμε Επάνω Νεκροταφείο, σε απόσταση 500 μ. προς τα νοτιοανατολικά του προηγούμενου, σε υψόμετρο περίπου 300 μ. Έξι από τους τάφους που ερευνήθηκαν ανήκουν στο Κάτω Νεκροταφείο και ένας στο Επάνω Νεκροταφείο. Σε αυτές τις δύο θέσεις πρέπει να υπάρχουν και άλλοι θαλαμοειδείς τάφοι που δεν εντοπίστηκαν». Αυτά αναφέρει σχετικά με το θέμα της ομιλίας της η κα Κονσολάκη και συνεχίζει:
«Η αποκάλυψη των θαλαμοειδών τάφων αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη για την αναζήτηση της μυκηναϊκής Τροιζήνας στην περιοχή προς τα ανατολικά της γνωστής πόλης των ιστορικών χρόνων. Οι επιφανειακές έρευνες που έγιναν στη συνέχεια στην ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στην Τροιζήνα και τον Γαλατά οδήγησαν στην ανακάλυψη και ανασκαφή τριών σπουδαίων θολωτών τάφων στον λόφο της Μεγάλης Μαγούλας, ο οποίος βρίσκεται προς τα βορειοανατολικά της Απάθειας, σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τα εκεί μυκηναϊκά νεκροταφεία.
Όπως τονίζει η κα Κονσολάκη:
«Τα νεκροταφεία της Απάθειας συμπληρώνουν την εικόνα της μυκηναϊκής Τροιζήνας (1600-1100 πχ Υστερη εποχή του Χαλκού) που μας έδειξαν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια οι ανασκαφές στη Μεγάλη Μαγούλα και ταυτόχρονα μας παρέχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τις ηγεμονικές ταφές με εκείνες των κοινών ανθρώπων της ίδιας εποχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ορισμένες ταφικές πρακτικές που ανιχνεύονται στους θαλαμοειδείς της Απάθειας (χοές εντός του θαλάμου, θυσία σκύλου, ενταφιασμός μετά από αποτρόπαιο θάνατο κ.ά.).
Η χρήση του Επάνω Νεκροταφείου, όπως έδειξαν τα ευρήματα του τάφου που ερευνήθηκε, άρχισε από την ΥΕ ΙΙ περίοδο (ΣΣ 1600-1500 Πχ κατακλυσμός Δευκαλίωνα), στη διάρκεια της οποίας τοποθετείται και η κατασκευή των θολωτών τάφων 2 και 3 στη Μεγάλη Μαγούλα. Ο τάφος εκείνος (Β1) περιείχε πολλαπλές ταφές, η τελευταία των οποίων ανήκε στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 (ΣΣ 1380 -1330, Αλθηπος - Σάρων πΧ), Οι πέντε από τους έξι τάφους του Κάτω Νεκροταφείου (Α1-Α6) περιείχαν επίσης ταφές της ΥΕ ΙΙΙΑ2, ενώ ο έκτος φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοφυλάκιο, καθώς περιείχε πολλούς διαλυμένους σκελετούς και διάσπαρτη κεραμική των περιόδων ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ(ΣΣ 1190 - 1060 πΧ εποχή του Θησέα, Τρωϊκού πολέμου), προερχόμενα πιθανότατα από τάφους που καθαρίστηκαν για να δεχθούν νέες ταφές».
Από την Ομιλία της δρος Ελένης Κονσολάκη, Επίτιμη Διευθύντρια της ΚΣΤ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, που εργάστηκε για χρόνια στην Τροιζηνία, κατά την 1η φετινή συνάντηση του Μυκηναϊκού Σεμιναρίου στο Αμφιθέατρο Α. Αργυριάδη (Κεντρικό Κτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών, Πανεπιστημίου 30)
«Η περιοχή Απάθεια βρίσκεται σε απόσταση περίπου 3 χλμ. προς τα δυτικά της κωμόπολης του Γαλατά, στα νότια της οδού που οδηγεί από τον Γαλατά προς την Τροιζήνα. Στα υψώματα πάνω από την πεδιάδα της Απάθειας, στις βορεινές υπώρειες της οροσειράς Αδέρες, ανασκάφηκαν από το 1985 έως και το 1993 επτά θαλαμοειδείς τάφοι, οι οποίοι ανήκαν σε δύο άγνωστα έως τότε μυκηναϊκά νεκροταφεία. Το πρώτο από αυτά, που ονομάσαμε Κάτω Νεκροταφείο, βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μ. και το δεύτερο, που ονομάσαμε Επάνω Νεκροταφείο, σε απόσταση 500 μ. προς τα νοτιοανατολικά του προηγούμενου, σε υψόμετρο περίπου 300 μ. Έξι από τους τάφους που ερευνήθηκαν ανήκουν στο Κάτω Νεκροταφείο και ένας στο Επάνω Νεκροταφείο. Σε αυτές τις δύο θέσεις πρέπει να υπάρχουν και άλλοι θαλαμοειδείς τάφοι που δεν εντοπίστηκαν». Αυτά αναφέρει σχετικά με το θέμα της ομιλίας της η κα Κονσολάκη και συνεχίζει:
«Η αποκάλυψη των θαλαμοειδών τάφων αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη για την αναζήτηση της μυκηναϊκής Τροιζήνας στην περιοχή προς τα ανατολικά της γνωστής πόλης των ιστορικών χρόνων. Οι επιφανειακές έρευνες που έγιναν στη συνέχεια στην ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στην Τροιζήνα και τον Γαλατά οδήγησαν στην ανακάλυψη και ανασκαφή τριών σπουδαίων θολωτών τάφων στον λόφο της Μεγάλης Μαγούλας, ο οποίος βρίσκεται προς τα βορειοανατολικά της Απάθειας, σε απόσταση περίπου 2 χλμ. από τα εκεί μυκηναϊκά νεκροταφεία.
Όπως τονίζει η κα Κονσολάκη:
«Τα νεκροταφεία της Απάθειας συμπληρώνουν την εικόνα της μυκηναϊκής Τροιζήνας (1600-1100 πχ Υστερη εποχή του Χαλκού) που μας έδειξαν σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια οι ανασκαφές στη Μεγάλη Μαγούλα και ταυτόχρονα μας παρέχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τις ηγεμονικές ταφές με εκείνες των κοινών ανθρώπων της ίδιας εποχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν ορισμένες ταφικές πρακτικές που ανιχνεύονται στους θαλαμοειδείς της Απάθειας (χοές εντός του θαλάμου, θυσία σκύλου, ενταφιασμός μετά από αποτρόπαιο θάνατο κ.ά.).
Η χρήση του Επάνω Νεκροταφείου, όπως έδειξαν τα ευρήματα του τάφου που ερευνήθηκε, άρχισε από την ΥΕ ΙΙ περίοδο (ΣΣ 1600-1500 Πχ κατακλυσμός Δευκαλίωνα), στη διάρκεια της οποίας τοποθετείται και η κατασκευή των θολωτών τάφων 2 και 3 στη Μεγάλη Μαγούλα. Ο τάφος εκείνος (Β1) περιείχε πολλαπλές ταφές, η τελευταία των οποίων ανήκε στην ΥΕ ΙΙΙΑ2 (ΣΣ 1380 -1330, Αλθηπος - Σάρων πΧ), Οι πέντε από τους έξι τάφους του Κάτω Νεκροταφείου (Α1-Α6) περιείχαν επίσης ταφές της ΥΕ ΙΙΙΑ2, ενώ ο έκτος φαίνεται να είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοφυλάκιο, καθώς περιείχε πολλούς διαλυμένους σκελετούς και διάσπαρτη κεραμική των περιόδων ΥΕ ΙΙΙΑ-Γ(ΣΣ 1190 - 1060 πΧ εποχή του Θησέα, Τρωϊκού πολέμου), προερχόμενα πιθανότατα από τάφους που καθαρίστηκαν για να δεχθούν νέες ταφές».